ἐφετικῶν

ἐφετικῶν
ἐφετικός
actuated by desire
fem gen pl
ἐφετικός
actuated by desire
masc/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ακούω — (Α ἀκούω) (νεοελλ. και ακούγω) 1. έχω την αίσθηση τής ακοής, αντιλαμβάνομαι με το αισθητήριο τής ακοής 2. αντιλαμβάνομαι κάτι με το αφτί, φθάνει στα αφτιά μου κάποιος ήχος 3. πληροφορούμαι, μαθαίνω κάτι άμεσα ή έμμεσα, γνωρίζω, «φθάνει κάτι στ’… …   Dictionary of Greek

  • θυσείω — (Α) επιθυμώ να θυσιάσω. [ΕΤΥΜΟΛ. Εφετικό τού θύω (I) < θ. θύσ (πρβλ. μέλλ. θύσ ω) + κατάλ. εφετικών ρ. είω (πρβλ. εργα σείω, πολεμη σείω)] …   Dictionary of Greek

  • κατατρωξείω — (Μ) επιθυμώ να κατατρώγω κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κατατρωξ τού κατατρώγω (πρβλ. μέλλ. κατα τρώξ ομαι + κατάλ. εφετικών ρημάτων είω (πρβλ. γελασ είω)] …   Dictionary of Greek

  • κερουτιώ — κερουτιῶ, άω (Α) 1. (για ζώα που έχουν κέρατα) κινώ βιαίως τα κέρατα προς τα πάνω 2. μτφ. υψώνω το κεφάλι και υπερηφανεύομαι («ἀνωρτάλιζες κἀκερουτίας», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κερουτ (< *κερούττα, υποτιθέμενος αττ. τ. τού κερούσσα, <… …   Dictionary of Greek

  • κλαυσείω — (Α) κλαυσιώ*, επιθυμώ να κλάψω, έχω τη διάθεση να θρηνήσω. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κλαυσ τού κλαίω (πρβλ. μέλλ. κλαύσ ω) + κατάλ. (σ)είω, χαρακτηριστική τών εφετικών ρ. (πρβλ. πολεμησ είω «επιθυμώ να πολεμήσω»)] …   Dictionary of Greek

  • κλαυσιώ — κλαυσιῶ, άω (Α) 1. κλαυσείω*, επιθυμώ να κλάψω, έχω τη διάθεση να θρηνήσω 2. (μτφ. για πόρτα) τρίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κλαυσ τού κλαίω (πρβλ. μέλλ. κλαύσ ω) + κατάλ. ιάω / ῶ, χαρακτηριστική τών εφετικών ρ. (πρβλ. ἀρχοντ ιάω / ῶ «επιθυμώ να γίνω… …   Dictionary of Greek

  • κυβιστιώ — κυβιστιῶ, άω (Α) επιθυμώ να κυβιστήσω, να κάνω ακροβατικό ελιγμό με το κεφάλι προς τα κάτω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυβιστώ «κάνω ακροβατικό ελιγμό με το κεφάλι» + ιῶ, κατάλ. εφετικών ρημάτων] …   Dictionary of Greek

  • ναυμαχησείω — (Α) επιθυμώ να πολεμήσω στη θάλασσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ναυμάχησ τού ναυμαχώ (πρβλ. μέλλ. ναυμαχήσω) + κατάλ. (σ)είω, χαρακτηριστική τών εφετικών ρ. (πρβλ. πολεμησ είω «επιθυμώ να πολεμήσω»] …   Dictionary of Greek

  • ουρησείω — οὐρησείω (Α) επιθυμώ να ουρήσω. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. οὐρησ τού οὐρῶ (πρβλ. μέλλ. οὐρήσω) + κατάλ. (σ)είω, χαρακτηριστική τών εφετικών ρημάτων (πρβλ. ναυμαχησείω, πολεμησείω)] …   Dictionary of Greek

  • σωφρονισείω — Μ σχεδιάζω, επιθυμώ να σωφρονιστώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < σωφρονίζω + κατάλ. τών εφετικών ρ. σείω (πρβλ. πολεμη σείω)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”